-
1 ὑπεράγω
ὑπεράγω [ᾰ],A lift up over, τὸ πεπονθὸς [ σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης (the cross-bar) Paul.Aeg.6.118: metaph., elevate, exalt,τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν App.BC4.92
.II excel, surpass, c. gen., Plb. 11.13.5;τοῖς ὀδοῦσι πάντων D.S.3.35
: c. acc., : mostly in part. ὑπεράγων, ουσα, ον, eminent, principal,αἰχμάλωτοι SIG588.67
(Milet., ii B. C.); extravagant, excessive, Phld.Herc.1251.5; extraordinary, D.S.13.90, etc.;ῥώμαις Id.5.17
, etc.; c. acc., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ. v. l. in Id.3.44;ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων LXX Si.30.31
(33.23); ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή excessive twisting, Ph.Bel.58.21; cf. LXX 1 Ma.6.43, J.AJ15.7.6, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεράγω
См. также в других словарях:
υπεράγω — ΜΑ [ἄγω] μσν. ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.) αρχ. 1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.) 2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ … Dictionary of Greek